Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῶν σιτίων

См. также в других словарях:

  • Μπαλάνος — Επώνυμο ηπειρωτικής οικογένειας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά την απελευθέρωση της χώρας. 1. Αριστείδης (Ιωάννινα 1819 – Αθήνα 1875). Δικηγόρος και πληρεξούσιος Αττικής του 1864, γιος του Κοσμά Μπαλάνου (βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς …   Dictionary of Greek

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • ελάσσων — και ελάττων ον (AM ἐλάσσων και ἐλάττων, ον) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο 3. χαμηλότερος, κατώτερος ως προς το ποσό ή τον αριθμό 4. (για χρόνο) βραχύτερος, συντομότερος 5. κατώτερος ως προς την αξία ή τη… …   Dictionary of Greek

  • вѣ˫аниѥ — ВѢ˫АНИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1. Действие по гл. вѣ˫ати: въздуха проли(т)е. широта морьска˫а. разорѩющюсѩ и ѹставлѩющю. вѣтро(м) вѣ˫ань˫а. (ῥεύματα) ГБ XIV, 101г; вѣтромь вѣ˫аньѥ. (ἡ... λίκμησις) Там же, 185г; тогда имуть ˫авле(н)е знамениѥ тѣмь. на тѣхъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • пищьныи — (8*) пр. 1.Пр. к пища в 1 знач.: разѹмьно зѣло. и ѡ сѣмь положи ˫ако ничтоже има рещи. ни ѡтинѹдь ѿложениѥ пищьноѥ. ѹхыщрѧѧ. ни ѹтробѹ безъ времени пищею. ѡт˫агъчѧ˫а. (τῶν σιτίων) ЖФСт к. XII, 51. 2. Питательный, полезный. Образн.: Елико ѹбо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • έξαψη — η (AM ἔξαψις) [εξάπτω] 1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.) 2. ένταση, διέγερση, αγανάκτηση («έξαψη τών παθών») νεοελλ. ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα… …   Dictionary of Greek

  • φειδαλφιτώ — έω, Α [φειδάλφιτος] κάνω οικονομία στα άλφιτα («φειδαλφιτεῑν, τὸ φείδεσθαι τῶν ἀλφίτων, οἷον τροφῆς καὶ σιτίων», Φρύν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»